• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
have a hold on [sth] v expr (grasp firmly)κρατάω, κρατώ ρ μ
  κρατάω γερά, κρατώ γερά ρ μ + επίρ
  πιάνω ρ μ
  πιάνομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 Sally had a hold on the horse's reins.
have a hold on [sth] v expr (account: be blocked)έχω δέσμευση ρ έκφρ
 Any check I deposit has a hold on it for 7 days.
have a hold on [sb] v expr informal, figurative (exert control) (μεταφορικά, ανεπίσημο)έχω κπ στο χέρι έκφρ
 In New Jersey, Democrats have had a hold on the Senate seats for many years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση have a hold on στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «have a hold on».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!